- αλουλούδιστος
- αλουλούδιστος, -η, -ο και αλουλούδιαστος, -η, -οαυτός που δεν άνθισε: Ο κήπος ήταν ακόμη αλουλούδιστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλουλούδιστος — η, ο [λουλουδίζω] 1. αυτός που δεν έχει άνθη, που δεν άνθησε, δεν έβγαλε λουλούδια 2. αυτός που δεν δοκίμασε χαρές στη ζωή του 3. (για γραπτό ή προφορικό κείμενο) αυτός που δεν είναι διανθισμένος με καλολογικά στοιχεία, ποιητικές φράσεις, εικόνες … Dictionary of Greek
αλουλούδιαστος — η, ο [λουλουδιάζω] ο αλουλούδιστος … Dictionary of Greek